- σίριαλ
- τοτηλεοπτική ταινία με σειρά επεισοδίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σίριαλ — το, Ν βλ. σήριαλ … Dictionary of Greek
Καφετζόπουλος, Αντώνης — (Κωνσταντινούπολη 1951 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Το 1974 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Ανοιχτού Θεάτρου, όπου έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός… … Dictionary of Greek
σήριαλ — και σίριαλ, το, Ν άκλ. τηλεοπτικό έργο με πολλά επεισόδια, σε συνέχειες ή αυτοτελή, σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serial < series (< λατ. series «σειρά, ειρμός, συνέχεια» < sero «ενώνω, συμπλέκω»] … Dictionary of Greek
Ζαπατίνας, Νίκος — (Αθήνα 1945 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κινηματογράφο στο Παρίσι και μουσική σε διάφορες σχολές. Έχει σκηνοθετήσει πολλά σίριαλ αλλά και ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μανουσάκης, Μανούσος — (Αθήνα 1950 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στο Λονδίνο (London School of Film Technique). Στη φιλμογραφία του περιλαμβάνονται οι ταινίες Βαρθολομαίος (1972), Άρχοντες (1978), Η σκιάχτρα (1985) και Ο κόκκινος δράκος (1998). Επίσης,… … Dictionary of Greek